- οὐτήτειρα
- οὐτήτειραshe who woundsfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουτήτειρα — οὐτήτειρα, ἡ (Α) αυτή που πληγώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐτάω «πληγώνω» + επίθημα τειρα (πρβλ. γενέ τειρα)] … Dictionary of Greek